Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορεσιά η [foresxá] Ο24 : (προφ.) η ενδυμασία, η στολή: Λαϊκές / παραδοσιακές / τοπικές φορεσιές.
[μσν. φορεσιά < φορεσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. φόρεσ(ις) `το να φορέσει κάποιος΄ -ία > -ιά]