Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοράδα η [foráδa] Ο26 : 1. το θηλυκό άλογο. ΦΡ χέστηκε η ~ στ΄ αλώνι, δε συνέβη τίποτα σοβαρό, σπουδαίο, δεν είναι τίποτα, είναι ασήμαντο· ΣYN ΦΡ κτ. τρέχει στα γύφτικα. 2. (μειωτ.) για μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα· αλόγα.
φοραδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. φοράδα < ελνστ. φοράς, αιτ. -άδα (αρχική σημ.: `θηλ. άλογο για γονιμοποίηση΄) (διαφ. το αρχ. φορβάς `θηλ. άλογο που τρέφεται ελεύθερο΄)· φοράδ(α) -ίτσα]