Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φονταμενταλιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φονταμενταλιστής ο [fondamentalistís] Ο7 θηλ. φονταμενταλίστρια [fon damentalístria] Ο27 : ο οπαδός του φονταμενταλισμού.

[λόγ. < αγγλ. fundamentalist (-ist = -ιστής)· λόγ. φονταμενταλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες