Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φονικός -ή -ό [fonikós] Ε1 : που προκαλεί, επιφέρει το θάνατο, που σκοτώνει: Φονικά όπλα / όργανα. Φονική μάχη / σύγκρουση, κατά την οποία σκοτώνονται πολλοί. || Φονικό βλέμμα, γεμάτο μίσος και κακία.
[λόγ. < αρχ. φονικός]