Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φονιάς ο [fonás] Ο1 θηλ. φόνισσα [fónisa] Ο27 : (προφ.)· (πρβ. δολοφόνος). 1. αυτός που έχει σκοτώσει άνθρωπο: Έγινε ~ του αδερφού του. (έκφρ.) κι ύστερα φταίει ο ~, για περιπτώσεις όπου το θύμα προκαλεί το δράστη. 2. αυτός που σκοτώνει συστηματικά ή εξ επαγγέλματος: Πληρωμένος ~. 3. (μτφ.) αίτιος θανάτων, οδύνης, πόνου, μεγάλης δυστυχίας: H ηρωίνη είναι ~ της νεολαίας.
[μσν. φονιάς < *φονέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. φονεύς, αιτ. -έα· φον(ιάς) -ισσα]