Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φολίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φολίδα η [folíδa] Ο26 : 1. το καθένα από τα σκληρά οστρακοειδή πλακίδια που καλύπτουν το δέρμα κυρίως διάφορων ερπετών· (πρβ. λέπι): Tο σώ μα των κροκοδείλων είναι καλυμμένο με φολίδες. 2. το καθένα από τα μικρά κομμάτια σκληρυμένης επιδερμίδας, που πέφτουν από το σώμα σε μερικές δερματικές παθήσεις· λέπι3. 3. μεταλλικό κυρίως έλασμα, που μοιά ζει με φολίδα: Θώρακας με μεταλλικές φολίδες.

[λόγ. < αρχ. φολίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες