Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοινίκι το [finíki] Ο44 : είδος μελομακάρονου.
[μσν. φοινίκιν < ελνστ. φοινίκιον `χουρμάς΄ υποκορ. του αρχ. φοῖνιξ (δες φοίνικας 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοινικιά η [finiká] Ο24 : ο φοίνικας 1.
[φοινίκ(ι) `χουρμάς΄ (δες στο φοινίκι) -ιά ή αρχ. φοινικ- (δες στο φοίνικας 1) -ιά αναλ. προς άλλα ον. δέντρων σε -ιά 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοινικικός -ή -ό [finikikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φοίνικες ή προέρχεται από αυτούς: Φοινικικό αλφάβητο. H φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου.
[λόγ. < αρχ. Φοινικικός]