Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοβητσιάρης -α -ικο [fovitsxáris] Ε9 : που φοβάται, που δειλιάζει εύκολα: Φοβητσιάρα γυναίκα. Φοβητσιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του φοβητσιάρη!
[μσν. φοβητσιάρης < αρχ. φοβητ(ικός) `δειλός΄ -ιάρης με ισχυροπ. της άρθρ. [t > ts] πριν από το ημίφ.]