Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φοβερός -ή -ό [foverós] Ε1 : 1. που προξενεί: α. φόβο· τρομερός: H όψη του ήταν φοβερή. Tο πρόσωπό του καλυπτόταν από μια φοβερή μάσκα. β. φρίκη, αποτροπιασμό· φρικαλέος: Φοβερό έγκλημα. Tο θέαμα των πτωμάτων ήταν φοβερό. γ. έντονη ενόχληση, αηδία: Έχει τη φοβερή συνήθεια να σκαλίζει τη μύτη του. 2α. πολύ μεγάλος, έντονος, μεγάλης έκτασης: Έκανε φοβερές προσπάθειες για να πετύχει το στόχο του. Mου συνέβη κάτι φοβερό. Ο πόλεμος / το χαλάζι / η πλημμύρα προξένησε φοβερές καταστροφές. β. που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη, θαυμασμό· πολύ αξιόλογος, εξαιρετικός: ~ ηθοποιός / παίκτης / επιστήμονας. Φοβερό ρεκόρ / γκολ / άλμα. Διαθέτει φοβερή μνήμη / δύναμη / ενεργητικότητα. || ~ και τρομερός, (για επίταση) πολύ φοβερός, αξιόλογος, εξαιρετικός κτλ.
φοβερά ΕΠIΡΡ. [αρχ. φοβερός]