Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλύαρος -η -ο [flíaros] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που λέει πολλά, περιττά, χωρίς ουσία, άσκοπα ή ανόητα λόγια· πολυλογάς: Φλύαρη γυναίκα. || (επέκτ.): Στα κλαδιά του δέντρου κάθονταν δύο φλύαρα σπουργίτια. 2. που εκφράζεται, που διατυπώνεται με πολλά, περιττά, χωρίς ουσία λόγια: ~ συγγραφέας. Φλύαρο γραπτό / κείμενο. H ομιλία του ήταν φλύαρη και κουραστική.
φλύαρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φλύαρος]