Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλυαρία η [fliaría] Ο25 : πολυλογία, περιττολογία χωρίς ουσία, άσκοπη ή ανόητη: Mας κούρασε / μας ρήμαξε με τη ~ του. Tον έπιασε ακατάσχετη ~. || (συνήθ. πληθ.) πολλά, περιττά, χωρίς ουσία, άσκοπα ή ανόητα λόγια: Δεν έδωσα σημασία στις φλυαρίες του. Άσε τις φλυαρίες και πες μας την ουσία.
[λόγ. < αρχ. φλυαρία]