Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλοκάτα η [flokáta] Ο25 : φλοκάτη.
[φλοκάτ(η) μεταπλ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλοκάτη η [flokáti] Ο30 : χοντρό, μάλλινο ελληνικό κλινοσκέπασμα ή χαλί με παχύ χνούδι· (πρβ. βελέντζα): Tο χειμώ να με τα κρύα σκεπάζονται με φλοκάτες.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. φλοκάτος `με τουλούπες, φιόγκους΄ < μσν. φλόκ(ος) (δες στο φλόκι) -άτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλόκι το [flóki] Ο44 : το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες.
[μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλόκος ο [flókos] Ο18 : (ναυτ.) μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου.
[ιταλ. flocco -ς (από τα ολλανδ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλοκωτός -ή -ό [flokotós] Ε1 : που έχει φλόκια: Φλοκωτή κουβέρτα, η φλοκάτη.
[φλόκ(ι) -ωτός]