Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλογοβόλο το [floγovólo] Ο39 : 1. μεσαιωνική πολεμική μηχανή που εκτόξευε φλεγόμενο υγρό. 2. όπλο με μηχανισμό που εκτοξεύει φλεγόμενο υγρό.
[λόγ. φλογ- (δες φλόγα) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος μτφρδ. γαλλ. lance-flammes]