Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλογέρα η [flojéra] Ο25 : I. πνευστό μουσικό όργανο με κοίλο, κυλινδρικό σχήμα, ανοιχτό στα δύο άκρα του και με τρύπες κατά μήκος του· (πρβ. σουραύλι): Ο τσομπάνης έπαιζε τη ~ του. II. είδος γλυκού με γέμιση, που το σχήμα του μοιάζει, κατά προσέγγιση, με φλογέρα.
[αλβ. flojer(ë) -α]