Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλοίσβος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλοίσβος ο [flízvos] Ο18 : ο ελαφρός ήχος, ο παφλασμός μικρών κυμάτων που σπάζουν στην ακτή: Tον νανούριζε ο ~ της θάλασσας.

[λόγ. < αρχ. φλοῖσβος `πάταγος κυμάτων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες