Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλιτζάνι το [flidzáni] Ο44 : α. μικρή κούπα με λαβή στο πλάι, από την οποία πίνει κανείς καφέ, τσάι κτλ.: ~ του τσαγιού. ~ του καφέ, μικρότερο σε μέγεθος. ~ από πορσελάνη. || (επέκτ.) ποσότητα που αντιστοιχεί στο περιεχόμενο ενός φλιτζανιού: Ήπιε τρία φλιτζάνια καφέ. Προσθέτουμε δύο φλιτζάνια νερό, δύο γάλα και ένα ζάχαρη. β. το φλιτζάνι ως μέσο για να βρίσκει και να αποκαλύπτει κάποιος στοιχεία από το παρελθόν ή το παρόν και να προβλέπει το μέλλον με βάση το κατακάθι του καφέ: Λέω / βλέπω το ~. Πιστεύεις στο ~;
φλιτζανάκι το YΠΟKΟΡ: Tα φλιτζανάκια του καφέ. φλιτζάνα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. filcan (από τα αραβ.) -ι με μετάθ. του [l] · φλιτζάν(ι) -α]