Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλερτάρω [flertáro] Ρ6α : 1. εκδηλώνω σε κπ. την ερωτική μου συμπάθεια, το ερωτικό ενδιαφέρον μου με ορισμένη συμπεριφορά (κινήσεις, λόγια, βλέμματα κτλ.) με σκοπό τη σύναψη ερωτικής σχέσης· ερωτοτροπώ, κορτάρω: Tη φλερτάρει αγρίως / διακριτικά / χαριτωμένα / έξυπνα. Tου / της αρέσει πολύ να φλερτάρει στα πάρτι. 2. (μτφ.) εκδηλώνω συμπάθεια, ενδιαφέρον, επιδιώκω μια σχέση: Tο κέντρο φλερτάρει πότε με τη δεξιά πότε με την αριστερά. Φλερτάρει επίμονα με την ιδέα να ασχοληθεί με την πολιτική, τον ενδιαφέρει, του αρέσει αυτή η ιδέα.
[φλερτ -άρω]