Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλασκί το [flaskí] Ο43 : (λαϊκότρ.) δοχείο νερού ή κρασιού από αποξηραμένο νεροκολόκυθο ή από ξύλο: Ένα ~ γεμάτο κρασί.
[μσν. φλασκίον υποκορ. του φλάσκ(α) -ίον < μσνλατ. flasca (από τα παλιά γερμ.)]