Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλας το [flás] Ο (άκλ.) : 1α. συσκευή (ενσωματωμένη ή προσαρμοσμένη σε φωτογραφική μηχανή) που προκαλεί λάμψεις στιγμιαίας διάρκειας και μεγάλης έντασης για φωτογράφιση σε συνθήκες ανεπαρκούς φωτισμού (εσωτερικοί χώροι, σκοτάδι κτλ.): Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε ~ στη μηχανή. || (επέκτ.) η στιγμιαία εκτυφλωτική λάμψη της ομώνυμης συσκευής: Tον τύφλωσαν τα ~ των δημοσιογράφων. (έκφρ.) τα ~ της δημοσιότητας, η δημοσιότητα, το (συγκεντρωμένο) ενδιαφέρον των δημοσιογράφων ή του κοινού επάνω σε κπ. ή σε κτ. β. (μτφ., προφ.) ξαφνική ιδέα, έμπνευση: Tου ήρθε ένα ~, άφησε τη δικηγορία για ένα διάστημα και ασχολήθηκε με το εμπόριο. 2. μικρή λάμπα τοποθετημένη στα (μπροστινά και πίσω) ακραία σημεία οχημάτων η οποία, αναβοσβήνοντας με ρυθμικά επαναλαμβανόμενο τρόπο, προειδοποιεί για αλλαγή πορείας (στροφή, παρκάρισμα κτλ.): Kάηκε το λαμπάκι του πίσω αριστερού ~. Bγάζω / ανάβω ~. || (επέκτ.) το φωτεινό σήμα που παράγεται από το ομώνυμο όργανο: Mέσα στο σκοτάδι το μόνο που έβλεπε κανείς ήταν οι προβολείς και τα ~ των αυτοκινήτων. ΦΡ (προφ., λαϊκ.) βγάζω ~, προειδοποιώ κπ. για κτ.
φλασάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. flash]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλας μπακ το [flás bák] Ο (άκλ.) : κινηματογραφικός όρος που σημαίνει τη διακοπή της κανονικής χρονικής πορείας της υπόθεσης και τη (συνήθ. σύντομη) επιστροφή σε παλιότερες χρονικά καταστάσεις· αναδρομή. || (επέκτ.) αναδρομή στο παρελθόν.
[λόγ. < αγγλ. flashback]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλασκί το [flaskí] Ο43 : (λαϊκότρ.) δοχείο νερού ή κρασιού από αποξηραμένο νεροκολόκυθο ή από ξύλο: Ένα ~ γεμάτο κρασί.
[μσν. φλασκίον υποκορ. του φλάσκ(α) -ίον < μσνλατ. flasca (από τα παλιά γερμ.)]