Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλαμανδικός -ή -ό [flamanδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φλαμανδούς ή προέρχεται από αυτούς: Φλαμανδική γλώσσα. || (ως ουσ.) η φλαμανδική, τα φλαμαδικά, η φλαμανδική γλώσσα.
φλαμανδικά ΕΠIΡΡ σε φλαμανδική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Φλαμανδ(ός) -ικός < γαλλ. Flamand -ός (ορθογρ. δαν.)]