Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλαμίγκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλαμίγκο το [flamíŋgo] Ο (άκλ.) : πουλί των τροπικών χωρών, ψηλό, με μακρύ, λεπτό λαιμό και μακριά πόδια και με ρόδινο ή κόκκινο πτέρωμα.

[αγγλ. flamingo (< πορτογαλ. < ισπαν. flamenco < λατ. flamma `φλόγα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες