Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλίπερ το [flíper] Ο (άκλ.) : είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού που βρίσκεται κυρίως σε χώρους διασκέδασης των νέων και στο οποίο ο παίκτης προσπαθεί να επιτύχει το ανώτερο δυνατό σύνολο πόντων, κατευθύνοντας τη διαδρομή μιας μεταλλικής σφαίρας ανάμεσα από ηλεκτρισμένα εμπόδια, που η πρόσκρουσή της σ΄ αυτά βαθμολογείται αναλόγως.
φλιπεράκι το YΠΟKΟΡ 1. (οικ.) φλίπερ. 2. (πληθ.) χώρος στον οποίο διασκεδάζει κάποιος παίζοντας φλίπερ· (πρβ. ηλεκτρονικά). [λόγ. < γαλλ. flipper < αγγλ. flipper `μηχανοκίνητος μοχλός΄ (κατά τον αγγλ. τον.)]