Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλέγμα 1 το [fléγma] Ο48 : (για πρόσ.) η ψυχραιμία, η απάθεια στη στάση, στη συμπεριφορά κάποιου· η απουσία συναισθηματικής, συγκινησιακής αντίδρασης απέναντι σε γεγονότα ή σε καταστάσεις: Bρετανικό / αγγλικό ~. Aντιμετώπισε με ~ την όλη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. φλέγμα (δες στο φλέγ μα 2) σημδ. αγγλ. phlegm (στη νέα σημ.) '85 αρχ. φλέγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλέγμα 2 το : (και ιατρ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία, που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους: Παρουσίασε αίμα στα φλέγματά του. || (επέκτ.) το παχύρρευστο, βλεννώδες έκκριμα των ρινικών κοιλοτήτων με τη μορφή πτυέλου.
[λόγ. < αρχ. φλέγμα `ένας από τους τέσσερις χυμούς που πίστευαν πως υπάρχουν στο σώμα, γλοιώδης χυμός του σώματος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλεγμαίνω [fleγméno] Ρ7.2α : (ιατρ.) παρουσιάζω φλεγμονή: H περιοχή γύρω από το τραύμα φλεγμαίνει.
[λόγ. < αρχ. φλεγμαίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλεγματικός -ή -ό [fleγmatikós] Ε1 : που δεν αντιδρά συγκινησιακά, συναισθηματικά απέναντι σε γεγονότα ή σε καταστάσεις, που είναι ή που μένει ψύχραιμος, απαθής: Οι Bρετανοί θεωρούνται ~ λαός. || (ως ουσ.): Ο ~ είναι ο αντίποδας του νευρικού.
φλεγματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φλεγματικός `που έχει πολύ φλέγμα 2΄ σημδ. αγγλ. phlegmatic (δες φλέγμα 1)]