Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιόρδ το [fiórδ] Ο (άκλ.) : στενός και βαθύς κόλπος που σχηματίζεται σε βραχώδεις απόκρημνες ακτές: Nορβηγικά / ολλανδικά ~.
[λόγ. < γαλλ. fjord (από τα νορβηγικά) (ορθογρ. δαν.)]