Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιόγκος ο [fxóŋgos] Ο18 : 1. είδος δεσίματος (σκοινιού, κορδονιού, ταινίας κτλ.) με διπλή θηλιά σε σχήμα πεταλούδας, κατά τρόπο που επιτρέπει το εύκολο λύσιμό του: Kορδόνια παπουτσιών δεμένα φιόγκο. Είχε στα μαλλιά της μια άσπρη κορδέλα μ΄ ένα μεγάλο φιόγκο. 2. αντικείμενο, στολίδι με τη μορφή του φιόγκου: Tο φόρεμα είχε στο ντεκολτέ ένα μεγά λο φιόγκο. 3. (μτφ., παρωχ., μειωτ.) για άτομο (κυρ. νεαρής ηλικίας) κομψευόμενο, της καλής κοινωνίας, με λεπτεπίλεπτους τρόπους.
φιογκάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [ιταλ. fiocco με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]