Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιστικιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιστικιά η [fistiká] Ο24 : I. μονοετές, θαμνώδες φυτό, που παράγει το (αράπικο) φιστίκιI. II. μετρίου μεγέθους καρποφόρο δέντρο που παράγει το φιστίκιII (Aιγίνης).

[φιστίκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες