Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιστίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιστίκι το [fistíki] Ο44 : I1. επιμήκης, ωοειδής καρπός με στερεό περικάρπιο, που περικλείει ένα ως δύο και σπανιότερα τρία ή τέσσερα σπέρματα· αράπικο φιστίκι. 2. το καθένα από τα ωοειδή, δικοτυλήδονα, επιπε δόκυρτα σπέρματα που περικλείονται στον παραπάνω καρπό. II1. μονό σπερμος καρπός, με ξυλώδη κάψα που περικλείει το σπέρμα· φιστίκι Aιγίνης, σαν φιστίκ. 2. το ελαιώδες σπέρμα, το καλυμμένο με λεπτό, ερυθρω πό υμένα, που περικλείεται στον παραπάνω καρπό.

[τουρκ. fιstιk (από τα αραβ.) (πρβ. μσν. φιστούκιον < αραβ., ελνστ. πιστάκιον < περσ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιστικιά η [fistiká] Ο24 : I. μονοετές, θαμνώδες φυτό, που παράγει το (αράπικο) φιστίκιI. II. μετρίου μεγέθους καρποφόρο δέντρο που παράγει το φιστίκιII (Aιγίνης).

[φιστίκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες