Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιοριτούρα η [fxoritúra] Ο25α : 1. (συνήθ. πληθ.) τρόπος έκφρασης αλλά και συμπεριφοράς υπερβολικά περίτεχνος, στολισμένος, εξεζητημένος: Γράφει / μιλάει με πολλές φιοριτούρες αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Άσε τις φιοριτούρες και μίλα απλά. 2. (μουσ.) στόλισμα, καλλωπισμός σε τραγούδι ή σε μουσικό κομμάτι: Παίζει πιάνο / τραγουδάει με πολλές φιοριτούρες.
[ιταλ. fioritura]