Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιξάρω [fiksáro] -ομαι Ρ6 : δίνω μια τελική, οριστική και σταθερή μορφή σε κτ. (αντικείμενο, διαδικασία κτλ.), σταθεροποιώ, οριστικοποιώ. 1. σταθεροποιώ ένα χρώμα: Tα υφάσματα βάφονται και το χρώμα τους φιξάρεται. || (φωτογρ.) σταθεροποιώ (με χημικά υγρά) μια φωτογραφική εικό να (μετά την εμφάνιση) πάνω σε φιλμ, σε χαρτί ή σε άλλο υλικό. 2. οριστι κοποιώ: Tο ραντεβού είναι φιξαρισμένο για την Tετάρτη στις 5 μ.μ.
[γαλλ. fix(er) -άρω]