Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιντάνι το [findáni] Ο44 : 1. νεαρό φυτό (ιδ. για μεταφύτευση), τρυφερός βλαστός φυτού: Tα φιντάνια που φύτεψα, άρχισαν να μεγαλώνουν. 2. (μτφ.) νεαρό άτομο σε φάση ανάπτυξης, εξέλιξης: Ξεπετάχτηκαν καινούρια φιντάνια.
φιντανάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν]