Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινιστρίνι το [finistríni] & φιλιστρίνι το [filistríni] Ο44 : καθένα από τα στρογγυλά παραθυράκια στα πλευρά των πλοίων, από όπου φωτίζονται και αερίζονται οι καμπίνες: Tο κύμα έφτανε ως τα φινιστρίνια. || (επέκτ.) κάθε μικρό και στρογγυλό παράθυρο: Στα μοντέρνα σπίτια της δεκαετίας του ΄50 ήταν της μόδας τα φινιστρίνια.
[ιταλ. αρσ. finestrino, πληθ. finestrini που θεωρήθηκε ουδ. εν., με προχωρ. αφομ. [i-e > i-i] · ανομ. [n-n > l-n] ]