Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιναλίστ ο [finalíst] Ο (άκλ.) θηλ. φιναλίστ [finalíst] Ο (άκλ.) & φιναλίστρια [finalístria] Ο27 : (για άτομο ή ομάδα) αυτός που φτάνει, που συμμετέχει στην τελική φάση μιας διοργάνωσης διαγωνιστικού χαρακτήρα, διεκδικώντας έναν τίτλο, μια διάκριση: Οι δυο ομάδες θα αγωνιστούν ως ~ στον τελικό του Kυπέλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στο μπάσκετ / στο ποδόσφαιρο / στο βόλεϊ κτλ. Ξεχώρισαν ήδη οι ~ για τον τίτλο της «Mις Kόσμος». || (ως επίθ.): Οι φιναλίστριες ομάδες.
[λόγ. < γαλλ. finaliste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. φιναλίσ(τ) -τρια]