Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινίρισμα το [finírizma] Ο49 : 1. το τελευταίο στάδιο στην κατασκευή, στην (τελική) επεξεργασία ενός (βιομηχανικού) προϊόντος· η επεξεργασία των τελευταίων λεπτομερειών της μορφής: Tα γερμανικά αυτοκίνητα υπερτερούν στην ασφάλεια και στο ~. Tα έπιπλα έχουν τέλειο ~. 2. το άκρο, η απόληξη (υφάσματος, ενδύματος κτλ.): Tο ~ του κεντήματος καταλήγει σε κορδονάκι με αντίθετη απόχρωση.
[φινιρισ- (φινίρω δες στο φινιρισμένος) -μα]