Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινέτσα η [finétsa] Ο25α : α. (για πρόσ.) λεπτότητα, κομψότητα στα λόγια, στους τρόπους, στις ενέργειες ή στην εμφάνιση: Άντρας / γυναίκα με ~. Nτύνεται με ~. β. (για πργ.) λεπτό γούστο, κομψότητα, καλαισθησία: Έπιπλο / ρούχο φτιαγμένο με ~.
[ιταλ. finezza]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινετσάτος -η -ο [finetsátos] Ε3 : που έχει φινέτσα, λεπτό γούστο, κομψό τητα, καλαισθησία: ~ άνθρωπος. Φινετσάτο ντύσιμο / έπιπλο.
[φινέτσ(α) -άτος]