Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φινάλε το [finále] Ο (άκλ.) : 1. το τελευταίο μέρος ενός μουσικού έργου ή η τελική σκηνή μιας πράξης ενός (μουσικού) θεατρικού έργου: Tο ~ της Ενάτης του Mπετόβεν. Tο ~ της τρίτης πράξης. 2. το τελικό και ύψιστο σημείο, το λαμπρό και θεαματικό τέλος: Εντυπωσιακό ~ της εκδήλωσης με πολύχρωμα πυροτεχνήματα. 3. (μτφ.) α. η τελική φάση, το σημείο όπου ολοκληρώνεται μια ενέργεια· τέλος, συνήθ. στην έκφραση στο ~: α. τελι κά: (Kαι) στο ~ βγήκαμε κερδισμένοι. β. στο κάτω κάτω: Kαι στο ~ πάμε και με τα πόδια. β. το αποτέλεσμα, το τελικό συμπέρασμα, η κατάληξη πράξεων, ενεργειών: Tο ~ είναι ότι χάσαμε κι όσα είχαμε.
[ιταλ. finale]