Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιμέ [fimé] Ε (άκλ.) : χαρακτηρισμός για κρύσταλλο έγχρωμο και σκούρο, που προστατεύει, ξεκουράζει το μάτι από το φως: Tζάμια / γυαλιά ~.
[λόγ. < γαλλ. fumé]