Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλύποπτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλύποπτος -η -ο [filípoptos] Ε5 : που εύκολα και διαρκώς υποπτεύεται τους πάντες και τα πάντα· καχύποπτος, δύσπιστος·.

[λόγ. φιλ(ο)- + ύποπτος κατά το καχύποπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες