Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλόστοργος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλόστοργος -η -ο [filóstorγos] Ε5 : που νιώθει στοργή, που γίνεται ή που ενεργεί με στοργή· στοργικός: ~ πατέρας.

[λόγ. < αρχ. φιλόστοργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες