Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλόπτωχος -η -ο [filóptoxos] Ε5 : που βοηθάει, που συντρέχει τους φτωχούς: Φιλόπτωχο σωματείο / ταμείο.
[λόγ. < ελνστ. φιλόπτωχος `που αγα πά τους φτωχούς΄]