Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλόπατρις ο [filópatris] Ο γεν. φιλοπάτριδος, πληθ. φιλοπάτριδες, γεν. φιλοπάτριδων : (λόγ.) αυτός που αγαπάει την πατρίδα, τη χώρα του· πατριώτης: Σ΄ όλη του τη ζωή υπήρξε φλογερός ~.
[λόγ. < ελνστ. φιλόπατρις]