Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοτελιστής ο [filotelistís] Ο7 θηλ. φιλοτελίστρια [filotelístria] Ο27 : αυτός που έχει γνώσεις γύρω από τα γραμματόσημα, που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή τους: Ειδική έκδοση γραμματοσήμου για τους φιλοτελιστές.
[λόγ. < γαλλ. philatéliste < philatél(ie) = φιλοτελ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. φιλοτελισ(τής) -τρια]