Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλολογών -ούσα -ούν [filoloγón] Ε12β : (λόγ.) που ασχολείται (κυρ. ερασιτεχνικά) με τη φιλολογία: Φιλολογούντες κύκλοι. || (ως ουσ.): Στη συζήτηση για τη γλώσσα παρεμβλήθηκαν και αρκετοί φιλολογούντες.
[λόγ. μεε. του φιλολογώ]