Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοδώρημα το [filoδórima] Ο49 : μικρό χρηματικό ποσό που δίνουν ως δώρο οι πελάτες σε κπ. υπάλληλο (ξενοδοχείου, εστιατορίου, καφενείου, κινηματογράφου κτλ.) για την περιποίηση ή την εξυπηρέτηση που αυτός τους προσφέρει· πουρμπουάρ: Οι δημόσιοι υπάλληλοι απαγορεύεται να δέχονται φιλοδωρήματα. Δίνει πάντα μεγάλα φιλοδωρήματα και γι΄ αυτό τον περιποιούνται ιδιαίτερα.
[λόγ. < μσν. φιλοδώρημα < φιλοδωρη- (φιλοδωρώ) -μα]