Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοδοξώ [filoδοksó] Ρ10.9α : διακατέχομαι από φιλοδοξία: Φιλοδοξεί να κυβερνήσει / να αναδειχτεί κοινωνικά / να κατακτήσει το πρωτάθλη μα.
[λόγ. < αρχ. φιλοδοξῶ]