Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλοδοξία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδοξία η [filoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλόδοξου, η αγάπη, η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, της ανάδειξης: H ~ του είναι μια μέρα να κυβερνήσει / να φτάσει ψηλά. Εκπλήρωσε όλες τις φιλοδοξίες του. α. (θετ.) η θέληση, η (έντονη) επιθυμία και η προσπάθεια για την επιτέλεση σημαντικών πράξεων και την επίτευξη υψηλών στόχων: Mοναδική του ~ είναι να είναι χρήσιμος στην κοινωνία. β. (αρνητ.) η υπέρμετρη επιθυμία και προσπάθεια για προσωπική ανάδειξη και προβολή: Aχαλίνωτη / άκρατη / άμετρη ~. Στις ενέργειές του οδηγήθηκε από καθαρή / προσωπική ~.

[λόγ. < ελνστ. φιλοδοξία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες