Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοβασιλικός -ή -ό [filovasilikós] Ε1 : ANT αντιβασιλικός. 1. που υποστηρίζει το βασιλικό θεσμό· φιλομοναρχικός, βασιλικός5: Φιλοβασιλικές οργανώσεις. || (ως ουσ.) ο φιλοβασιλικός, οπαδός του βασιλικού θεσμού: Συγκέντρωση φιλοβασιλικών. 2. που γίνεται ως εκδήλωση συμπάθειας ή υποστήριξης προς το βασιλιά ή προς το θεσμό της βασιλείας: Φιλοβασιλικές εκδηλώσεις / κινήσεις.
[λόγ. φιλο- + βασιλικός]