Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλο
78 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλο- [filo] & φιλ- [fil], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & φιλό- [filó] ή φίλ- [fíl], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετι κό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1α. σε σύνθετα επίθετα, προσδιορίζει αυτόν που χαρακτηρίζεται από την αγάπη ή την ευνοϊκή στάση προς αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φίλαρχος, φιλήδονος, ~μαθής, φιλόμουσος, ~ναζί, φιλόξενος, ~πόλεμος, φιλό πονος, φιλόστοργος, ~χρήματος· φιλειρηνικός· ~βασιλικός, ~χουντικός. || φιλάσθενος, ευαίσθητος στις αρρώστιες. β. χαρακτηρίζει την αντίστοιχη στά ση ή συμπεριφορά: φιλελευθερισμός· φιλαργυρία. 2. δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη συμπεριφορά ή γενικότερα η τακτική ή η πολιτική ενός ατόμου ή ενός συνόλου χαρακτηρίζεται από φιλική στάση προς το λαό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. -φιλος2): ~αγγλικός, ~γαλλικός, ~ρωσικός.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλ(ο)- θ. του επιθ. φίλο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. φιλό-σοφος, φιλο-δοξῶ, φιλ-άνθρωπος & διεθ. phil(o)- < αρχ. φιλ(ο)-: φιλ-αρμονική < γαλλ. philharmonique· 2: αντιστροφή της θέσης με το -φιλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοαγροτικός -ή -ό [filoaγrotikós] Ε1 : που υποστηρίζει τους αγρότες, που είναι ευνοϊκός προς αυτούς και ιδιαίτερα προς τα συμφέροντά τους. ANT αντιαγροτικός: Φιλοαγροτική νομοθεσία. φιλοαγροτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φιλο- + αγροτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοαμερικανικός -ή -ό [filoamerikanikós] Ε1 : που υποστηρίζει τους Aμερικανούς και τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής, που είναι ευνοϊκός προς αυτούς και ιδιαίτερα προς τα συμφέροντά τους. ANT αντιαμερικανικός: Φιλοαμερικανικά αισθήματα.

[λόγ. φιλο- + αμερικανικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοαριστερός -ή -ό [filoaristerós] Ε1 : υποστηρίζει την αριστερά και τους αριστερούς, που είναι ιδιαίτερα ευνοϊκός προς αυτήν ή αυτούς· αριστερόφιλος. ANT αντιαριστερός: Φιλοαριστερή πολιτική. || (ως ουσ.).

[λόγ. φιλο- + αριστερόςII]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοβασιλικός -ή -ό [filovasilikós] Ε1 : ANT αντιβασιλικός. 1. που υποστηρίζει το βασιλικό θεσμό· φιλομοναρχικός, βασιλικός5: Φιλοβασιλικές οργανώσεις. || (ως ουσ.) ο φιλοβασιλικός, οπαδός του βασιλικού θεσμού: Συγκέντρωση φιλοβασιλικών. 2. που γίνεται ως εκδήλωση συμπάθειας ή υποστήριξης προς το βασιλιά ή προς το θεσμό της βασιλείας: Φιλοβασιλικές εκδηλώσεις / κινήσεις.

[λόγ. φιλο- + βασιλικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλόδικος -η -ο [filóδikos] Ε5 : (λόγ.) που του αρέσουν οι δίκες, που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια.

[λόγ. < αρχ. φιλόδικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδοξία η [filoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλόδοξου, η αγάπη, η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, της ανάδειξης: H ~ του είναι μια μέρα να κυβερνήσει / να φτάσει ψηλά. Εκπλήρωσε όλες τις φιλοδοξίες του. α. (θετ.) η θέληση, η (έντονη) επιθυμία και η προσπάθεια για την επιτέλεση σημαντικών πράξεων και την επίτευξη υψηλών στόχων: Mοναδική του ~ είναι να είναι χρήσιμος στην κοινωνία. β. (αρνητ.) η υπέρμετρη επιθυμία και προσπάθεια για προσωπική ανάδειξη και προβολή: Aχαλίνωτη / άκρατη / άμετρη ~. Στις ενέργειές του οδηγήθηκε από καθαρή / προσωπική ~.

[λόγ. < ελνστ. φιλοδοξία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλόδοξος -η -ο [filóδoksos] Ε5 : που διακατέχεται από φιλοδοξία: Φιλό δοξο εγχείρημα / πρόγραμμα. Δεν πραγματοποίησε τελικά τα φιλόδοξα σχέδιά του / όνειρά του. φιλόδοξα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φιλόδοξος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδοξώ [filoδοksó] Ρ10.9α : διακατέχομαι από φιλοδοξία: Φιλοδοξεί να κυβερνήσει / να αναδειχτεί κοινωνικά / να κατακτήσει το πρωτάθλη μα.

[λόγ. < αρχ. φιλοδοξῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοδυτικός -ή -ό [filoδitikós] Ε1 : που υποστηρίζει τη Δύση ή τους δυτικούς, που είναι ευνοϊκός προς αυτούς. ANT αντιδυτικός: Φιλοδυτική πολιτική.

[λόγ. φιλο- + δυτικός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες