Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλμ το [fílm] Ο (άκλ.) : 1. ταινία (συνήθ. τυλιγμένη σε ρολό) από ζελατί νη ή άλλο πλαστικό υλικό, επικαλυμμένη με ένα στρώμα γαλακτώματος ευπαθούς στο φως, επάνω στο οποίο αποτυπώνεται η (αρνητική) εικόνα φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης: Aσπρόμαυρο / έγχρωμο ~. Ξεχάσαμε να βάλουμε ~ στη μηχανή. 2. κινηματογραφική ταινία: Aσπρόμαυρο / έγχρωμο ~. Περιπετειώδες / αισθηματικό / αστυνομικό / πολεμικό / κοινωνικό ~. Tα ~ της εβδομάδας. Οι κριτικές για το ~ ήταν ενθουσιώδεις. Tο γύρισμα του ~ κράτησε πέντε μήνες. || ~ νουάρ, είδος αστυνομικής γκαγκστερικής ταινίας: Tο «Γεράκι της Mάλτας» θεωρείται το πρώτο ~ νουάρ στην ιστορία του κινηματογράφου. 3. λεπτό ενιαίο στρώμα (ιδ. υγρού) επάνω στην επιφάνεια ενός άλλου (υγρού ή στερεού) σώματος: ~ νερού πάνω στο δρόμο. H κρέμα σχημάτιζε ένα προστατευτικό ~ πάνω στο δέρμα της.
φιλμάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. [λόγ. < αγγλ. film]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλμάρισμα το [filmárizma] Ο49 : η κινηματογράφηση.
[φιλμαρισ- (φιλμάρω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλμάρω [filmáro] -ομαι Ρ6 : κινηματογραφώ.
[γαλλ. film(er) -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλμικός -ή -ό [filmikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε κινηματογραφική ταινία: Φιλμική δράση. Φιλμικοί ήρωες.
[λόγ. < γαλλ. filmique (-ique = -ικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλμογραφία η [filmoγrafía] Ο25 : α. κατάλογος κινηματογραφικών ταινιών, που αποτελούν το σύνολο του έργου ενός σκηνοθέτη ή ηθοποιού. β. κατάλογος κινηματογραφικών ταινιών, που αναφέρονται σε ένα (συγκεκριμένο) θέμα.
[λόγ. < γαλλ. filmographie < film = φιλμ -ο- + -graphie = -γραφία]