Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλιώνω [filóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) α. μεσολαβώ και αποκαθιστώ τις σχέσεις μεταξύ κάποιων που ήταν μαλωμένοι· συμφιλιώνω, μονοιάζω: Δε μιλιού νταν μεταξύ τους, μα στο τέλος τους φίλιωσα. β. αποκαθιστώ τις σχέσεις μου με κπ. ή με κάποιους που ήμουν μαλωμένος· συμφιλιώνομαι, μονοιάζω: Aλλάξανε βαριές κουβέντες και δε φίλιωσαν ακόμα.

[ελνστ. φιλι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες