Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλιππικός ο [filipikós] Ο17 : έντονα επιθετικός λόγος, σφοδρό κατηγορητήριο: H αγόρευση του εισαγγελέα ήταν ένας ~ κατά των κατηγορουμένων.
[λόγ. < ελνστ. Φιλιππικός `λόγος του Δημοσθένη κατά του Φιλίππου΄ σημδ. γαλλ. philippique < ελνστ. Φιλιππικός]